- υπάμπελος
- -ον, ΜΑφυτεμένος με αμπέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἄμπελος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπάμπελον — ὑπάμπελος planted with vines masc/fem acc sg ὑπάμπελος planted with vines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek